ξηραντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξηραντικός η ξηραντική το ξηραντικό
      γενική του ξηραντικού της ξηραντικής του ξηραντικού
    αιτιατική τον ξηραντικό την ξηραντική το ξηραντικό
     κλητική ξηραντικέ ξηραντική ξηραντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξηραντικοί οι ξηραντικές τα ξηραντικά
      γενική των ξηραντικών των ξηραντικών των ξηραντικών
    αιτιατική τους ξηραντικούς τις ξηραντικές τα ξηραντικά
     κλητική ξηραντικοί ξηραντικές ξηραντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξηραντικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ξηραντικός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ksi.ɾan.diˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξηραντικός

Επίθετο

ξηραντικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.