ξηραντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξηραντικός | η | ξηραντική | το | ξηραντικό |
| γενική | του | ξηραντικού | της | ξηραντικής | του | ξηραντικού |
| αιτιατική | τον | ξηραντικό | την | ξηραντική | το | ξηραντικό |
| κλητική | ξηραντικέ | ξηραντική | ξηραντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξηραντικοί | οι | ξηραντικές | τα | ξηραντικά |
| γενική | των | ξηραντικών | των | ξηραντικών | των | ξηραντικών |
| αιτιατική | τους | ξηραντικούς | τις | ξηραντικές | τα | ξηραντικά |
| κλητική | ξηραντικοί | ξηραντικές | ξηραντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξηραντικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ξηραντικός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksi.ɾan.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξη‐ρα‐ντι‐κός
Μεταφράσεις
ξηραντικός
|
|
Αναφορές
- ξηραντικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.