ξημερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξημερωμένος | η | ξημερωμένη | το | ξημερωμένο |
| γενική | του | ξημερωμένου | της | ξημερωμένης | του | ξημερωμένου |
| αιτιατική | τον | ξημερωμένο | την | ξημερωμένη | το | ξημερωμένο |
| κλητική | ξημερωμένε | ξημερωμένη | ξημερωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξημερωμένοι | οι | ξημερωμένες | τα | ξημερωμένα |
| γενική | των | ξημερωμένων | των | ξημερωμένων | των | ξημερωμένων |
| αιτιατική | τους | ξημερωμένους | τις | ξημερωμένες | τα | ξημερωμένα |
| κλητική | ξημερωμένοι | ξημερωμένες | ξημερωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξημερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξημερώνω, ξημερώνομαι
Μεταφράσεις
ξημερωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.