ξεφλουδιστήρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεφλουδιστήρι τα ξεφλουδιστήρια
      γενική του ξεφλουδιστηριού των ξεφλουδιστηριών
    αιτιατική το ξεφλουδιστήρι τα ξεφλουδιστήρια
     κλητική ξεφλουδιστήρι ξεφλουδιστήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεφλουδιστήρι < ξεφλουδίζω + -τήρι

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.flu.ðisˈti.ri/

τυπογραφικός συλλαβισμός: ξεφλουδιστήρι

Ουσιαστικό

ξεφλουδιστήρι ουδέτερο

Συγγενικά

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.