ξεφλουδιστήρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεφλουδιστήρι | τα | ξεφλουδιστήρια |
| γενική | του | ξεφλουδιστηριού | των | ξεφλουδιστηριών |
| αιτιατική | το | ξεφλουδιστήρι | τα | ξεφλουδιστήρια |
| κλητική | ξεφλουδιστήρι | ξεφλουδιστήρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεφλουδιστήρι < ξεφλουδίζω + -τήρι
Ουσιαστικό
ξεφλουδιστήρι ουδέτερο
- (κουζινικά) εργαλείο μικρού μεγέθους για το ξεφλούδισμα οπωρών και λαχανικών
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φλούδα
Υπερώνυμα
Πηγές
- ξεφλουδιστήρι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.