αποφλοιωτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αποφλοιωτήρας | οι | αποφλοιωτήρες |
| γενική | του | αποφλοιωτήρα | των | αποφλοιωτήρων |
| αιτιατική | τον | αποφλοιωτήρα | τους | αποφλοιωτήρες |
| κλητική | αποφλοιωτήρα | αποφλοιωτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποφλοιωτήρας < αποφλοιώ(νω) + -τήρας
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.fli.oˈti.ras/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐φλοι‐ω‐τή‐ρας
Ουσιαστικό
αποφλοιωτήρας ουδέτερο
- (εργαλείο) άλλη μορφή του αποφλοιωτής
- πολυτονική γραφή: ἀποφλοιωτῆρας
Μεταφράσεις
αποφλοιωτήρας
|
|
Πηγές
- αποφλοιωτήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.