ξεταπώνω
Νέα ελληνικά (el)
Συνώνυμα
- αναπωμάζω
- αναπωματίζω
- αποπωματίζω
- αποσφραγίζω
- αποφράζω
- εκπωματίζω
- ξεβουλώνω
- ξεκαπακώνω
Συγγενικά
- ξετάπωμα
- ξεταπωμένος
- → δείτε τη λέξη τάπα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.