αποπωματίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποπωματίζω < (ελληνιστική κοινή) ἀποπωματίζω
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αποπωμάτιση
- → δείτε τη λέξη πώμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποπωματίζω | αποπωμάτιζα | θα αποπωματίζω | να αποπωματίζω | αποπωματίζοντας | |
| β' ενικ. | αποπωματίζεις | αποπωμάτιζες | θα αποπωματίζεις | να αποπωματίζεις | αποπωμάτιζε | |
| γ' ενικ. | αποπωματίζει | αποπωμάτιζε | θα αποπωματίζει | να αποπωματίζει | ||
| α' πληθ. | αποπωματίζουμε | αποπωματίζαμε | θα αποπωματίζουμε | να αποπωματίζουμε | ||
| β' πληθ. | αποπωματίζετε | αποπωματίζατε | θα αποπωματίζετε | να αποπωματίζετε | αποπωματίζετε | |
| γ' πληθ. | αποπωματίζουν(ε) | αποπωμάτιζαν αποπωματίζαν(ε) |
θα αποπωματίζουν(ε) | να αποπωματίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποπωμάτισα | θα αποπωματίσω | να αποπωματίσω | αποπωματίσει | ||
| β' ενικ. | αποπωμάτισες | θα αποπωματίσεις | να αποπωματίσεις | αποπωμάτισε | ||
| γ' ενικ. | αποπωμάτισε | θα αποπωματίσει | να αποπωματίσει | |||
| α' πληθ. | αποπωματίσαμε | θα αποπωματίσουμε | να αποπωματίσουμε | |||
| β' πληθ. | αποπωματίσατε | θα αποπωματίσετε | να αποπωματίσετε | αποπωματίστε | ||
| γ' πληθ. | αποπωμάτισαν αποπωματίσαν(ε) |
θα αποπωματίσουν(ε) | να αποπωματίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποπωματίσει | είχα αποπωματίσει | θα έχω αποπωματίσει | να έχω αποπωματίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποπωματίσει | είχες αποπωματίσει | θα έχεις αποπωματίσει | να έχεις αποπωματίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποπωματίσει | είχε αποπωματίσει | θα έχει αποπωματίσει | να έχει αποπωματίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποπωματίσει | είχαμε αποπωματίσει | θα έχουμε αποπωματίσει | να έχουμε αποπωματίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποπωματίσει | είχατε αποπωματίσει | θα έχετε αποπωματίσει | να έχετε αποπωματίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποπωματίσει | είχαν αποπωματίσει | θα έχουν αποπωματίσει | να έχουν αποπωματίσει |
| |
Μεταφράσεις
αποπωματίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.