εκπωματίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκπωματίζω < μεσαιωνική ελληνική εκπωματίζω < εκ + πώμα < αρχαία ελληνική πῶμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.po.maˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐πω‐μα‐τί‐ζω
Συγγενικά
- εκπωμάτιση
- εκπωματιστήρας
- → δείτε τη λέξη πώμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκπωματίζω | εκπωμάτιζα | θα εκπωματίζω | να εκπωματίζω | εκπωματίζοντας | |
| β' ενικ. | εκπωματίζεις | εκπωμάτιζες | θα εκπωματίζεις | να εκπωματίζεις | εκπωμάτιζε | |
| γ' ενικ. | εκπωματίζει | εκπωμάτιζε | θα εκπωματίζει | να εκπωματίζει | ||
| α' πληθ. | εκπωματίζουμε | εκπωματίζαμε | θα εκπωματίζουμε | να εκπωματίζουμε | ||
| β' πληθ. | εκπωματίζετε | εκπωματίζατε | θα εκπωματίζετε | να εκπωματίζετε | εκπωματίζετε | |
| γ' πληθ. | εκπωματίζουν(ε) | εκπωμάτιζαν εκπωματίζαν(ε) |
θα εκπωματίζουν(ε) | να εκπωματίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκπωμάτισα | θα εκπωματίσω | να εκπωματίσω | εκπωματίσει | ||
| β' ενικ. | εκπωμάτισες | θα εκπωματίσεις | να εκπωματίσεις | εκπωμάτισε | ||
| γ' ενικ. | εκπωμάτισε | θα εκπωματίσει | να εκπωματίσει | |||
| α' πληθ. | εκπωματίσαμε | θα εκπωματίσουμε | να εκπωματίσουμε | |||
| β' πληθ. | εκπωματίσατε | θα εκπωματίσετε | να εκπωματίσετε | εκπωματίστε | ||
| γ' πληθ. | εκπωμάτισαν εκπωματίσαν(ε) |
θα εκπωματίσουν(ε) | να εκπωματίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκπωματίσει | είχα εκπωματίσει | θα έχω εκπωματίσει | να έχω εκπωματίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκπωματίσει | είχες εκπωματίσει | θα έχεις εκπωματίσει | να έχεις εκπωματίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκπωματίσει | είχε εκπωματίσει | θα έχει εκπωματίσει | να έχει εκπωματίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκπωματίσει | είχαμε εκπωματίσει | θα έχουμε εκπωματίσει | να έχουμε εκπωματίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκπωματίσει | είχατε εκπωματίσει | θα έχετε εκπωματίσει | να έχετε εκπωματίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκπωματίσει | είχαν εκπωματίσει | θα έχουν εκπωματίσει | να έχουν εκπωματίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.