εκπωματίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκπωματίζω < μεσαιωνική ελληνική εκπωματίζω < εκ + πώμα < αρχαία ελληνική πῶμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ek.po.maˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκπωματίζω

Ρήμα

εκπωματίζω

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.