αποσφραγίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποσφραγίζω < ελληνιστική κοινή ἀποσφραγίζω < αρχαία ελληνική ἀποσφραγίζομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + σφραγίζω

Ρήμα

αποσφραγίζω (παθητική φωνή: αποσφραγίζομαι)

  1. αφαιρώ τη σφραγίδα ή το σφράγισμα και ανοίγω (επίσημα) κα΄τι που μέχρι πρότινος ήταν σφραγισμένο
     συνώνυμα: ξεσφραγίζω
  2. (ιατρική, οδοντιατρική) αφαιρώ το σφράγισμα από κάποιο δόντι

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.