ξεσκονίστρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξεσκονίστρα | οι | ξεσκονίστρες |
| γενική | της | ξεσκονίστρας | των | ξεσκονιστρών |
| αιτιατική | την | ξεσκονίστρα | τις | ξεσκονίστρες |
| κλητική | ξεσκονίστρα | ξεσκονίστρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ξεσκονίστρα θηλυκό
- (παρωχημένο) γυναίκα που ξεσκονίζει
- Μ' έχετε άξια μόνον για ξεσκονίστρα και συγυρίστρα των βιβλίων! (Γεώργιος Δροσίνης, Έρση, 1922)
- είδος σκούπας με (συνήθως) μακρύ κοντάρι
Μεταφράσεις
ξεσκονίστρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.