ξεσκολισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεσκολισμένος | η | ξεσκολισμένη | το | ξεσκολισμένο |
| γενική | του | ξεσκολισμένου | της | ξεσκολισμένης | του | ξεσκολισμένου |
| αιτιατική | τον | ξεσκολισμένο | την | ξεσκολισμένη | το | ξεσκολισμένο |
| κλητική | ξεσκολισμένε | ξεσκολισμένη | ξεσκολισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεσκολισμένοι | οι | ξεσκολισμένες | τα | ξεσκολισμένα |
| γενική | των | ξεσκολισμένων | των | ξεσκολισμένων | των | ξεσκολισμένων |
| αιτιατική | τους | ξεσκολισμένους | τις | ξεσκολισμένες | τα | ξεσκολισμένα |
| κλητική | ξεσκολισμένοι | ξεσκολισμένες | ξεσκολισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kse.sko.liˈzme.nos/
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ξεσκολίζω
Μεταφράσεις
ξεσκολισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.