ξεσαμάρωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεσαμάρωτος η ξεσαμάρωτη το ξεσαμάρωτο
      γενική του ξεσαμάρωτου της ξεσαμάρωτης του ξεσαμάρωτου
    αιτιατική τον ξεσαμάρωτο την ξεσαμάρωτη το ξεσαμάρωτο
     κλητική ξεσαμάρωτε ξεσαμάρωτη ξεσαμάρωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεσαμάρωτοι οι ξεσαμάρωτες τα ξεσαμάρωτα
      γενική των ξεσαμάρωτων των ξεσαμάρωτων των ξεσαμάρωτων
    αιτιατική τους ξεσαμάρωτους τις ξεσαμάρωτες τα ξεσαμάρωτα
     κλητική ξεσαμάρωτοι ξεσαμάρωτες ξεσαμάρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξεσαμάρωτος < ξεσαμαρώνω

Επίθετο

ξεσαμάρωτος

  1. που δεν έχει σαμάρι
  2. που δεν δέχεται σαμάρι
  3. (μεταφορικά) ο ατίθασος
  4. (μεταφορικά) ο ελεύθερος, ο ανύπαντρος
  5. (συνεκδοχικά) ο άχρηστος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.