ξεσαμάρωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεσαμάρωτος | η | ξεσαμάρωτη | το | ξεσαμάρωτο |
| γενική | του | ξεσαμάρωτου | της | ξεσαμάρωτης | του | ξεσαμάρωτου |
| αιτιατική | τον | ξεσαμάρωτο | την | ξεσαμάρωτη | το | ξεσαμάρωτο |
| κλητική | ξεσαμάρωτε | ξεσαμάρωτη | ξεσαμάρωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεσαμάρωτοι | οι | ξεσαμάρωτες | τα | ξεσαμάρωτα |
| γενική | των | ξεσαμάρωτων | των | ξεσαμάρωτων | των | ξεσαμάρωτων |
| αιτιατική | τους | ξεσαμάρωτους | τις | ξεσαμάρωτες | τα | ξεσαμάρωτα |
| κλητική | ξεσαμάρωτοι | ξεσαμάρωτες | ξεσαμάρωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξεσαμάρωτος < ξεσαμαρώνω
Επίθετο
ξεσαμάρωτος
- που δεν έχει σαμάρι
- που δεν δέχεται σαμάρι
- (μεταφορικά) ο ατίθασος
- (μεταφορικά) ο ελεύθερος, ο ανύπαντρος
- (συνεκδοχικά) ο άχρηστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.