ξεροπόταμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεροπόταμο τα ξεροπόταμα
      γενική του ξεροπόταμου των ξεροπόταμων
    αιτιατική το ξεροπόταμο τα ξεροπόταμα
     κλητική ξεροπόταμο ξεροπόταμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεροπόταμο < ξηροπόταμος < ξηρός και ποταμός

Ουσιαστικό

ξεροπόταμο ουδέτερο (& ξεροπόταμος)

  • το ποτάμι που κατεβάζει νερά μόνον όταν βρέχει και που ξεραίνεται στην ανομβρία, ο χείμαρρος που το καλοκαίρι ξεραίνεται

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.