ξεροπόταμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεροπόταμο | τα | ξεροπόταμα |
| γενική | του | ξεροπόταμου | των | ξεροπόταμων |
| αιτιατική | το | ξεροπόταμο | τα | ξεροπόταμα |
| κλητική | ξεροπόταμο | ξεροπόταμα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ξεροπόταμο ουδέτερο (& ξεροπόταμος)
Μεταφράσεις
ξεροπόταμο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.