ξερασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξερασμένος η ξερασμένη το ξερασμένο
      γενική του ξερασμένου της ξερασμένης του ξερασμένου
    αιτιατική τον ξερασμένο την ξερασμένη το ξερασμένο
     κλητική ξερασμένε ξερασμένη ξερασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξερασμένοι οι ξερασμένες τα ξερασμένα
      γενική των ξερασμένων των ξερασμένων των ξερασμένων
    αιτιατική τους ξερασμένους τις ξερασμένες τα ξερασμένα
     κλητική ξερασμένοι ξερασμένες ξερασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξερασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξερνάω και ξερνώ

Μετοχή

ξερασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.