ξεπέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξεπέτα | οι | ξεπέτες |
| γενική | της | ξεπέτας | των | ξεπετών |
| αιτιατική | την | ξεπέτα | τις | ξεπέτες |
| κλητική | ξεπέτα | ξεπέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεπέτα < ξεπετ(άω) + -α
Ουσιαστικό
ξεπέτα θηλυκό (αργκό)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ξεπετάω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.