ξεπέταγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεπέταγμα τα ξεπετάγματα
      γενική του ξεπετάγματος των ξεπεταγμάτων
    αιτιατική το ξεπέταγμα τα ξεπετάγματα
     κλητική ξεπέταγμα ξεπετάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεπέταγμα < ξεπετώ.

Ουσιαστικό

ξεπέταγμα ουδέτερο

  1. Η ολοκλήρωση της ανάπτυξης ενός παιδιού.
  2. Η γρήγορη διεκπεραίωση, επίλυση.
    Tο ξεπέταγμα της άσκησης.
  3. Η γρήγορη, εντυπωσιακή ώθηση.
    Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της έδωσε το ξεπέταγμα που χρειαζότανε η καριέρα της.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.