ξεπέταγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεπέταγμα | τα | ξεπετάγματα |
| γενική | του | ξεπετάγματος | των | ξεπεταγμάτων |
| αιτιατική | το | ξεπέταγμα | τα | ξεπετάγματα |
| κλητική | ξεπέταγμα | ξεπετάγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεπέταγμα < ξεπετώ.
Ουσιαστικό
ξεπέταγμα ουδέτερο
- Η ολοκλήρωση της ανάπτυξης ενός παιδιού.
- Η γρήγορη διεκπεραίωση, επίλυση.
Tο ξεπέταγμα της άσκησης. - Η γρήγορη, εντυπωσιακή ώθηση.
Ο πρωταγωνιστικός ρόλος της έδωσε το ξεπέταγμα που χρειαζότανε η καριέρα της.
Μεταφράσεις
ξεπέταγμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.