προχειροδουλειά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προχειροδουλειά | οι | προχειροδουλειές |
| γενική | της | προχειροδουλειάς | των | προχειροδουλειών |
| αιτιατική | την | προχειροδουλειά | τις | προχειροδουλειές |
| κλητική | προχειροδουλειά | προχειροδουλειές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
προχειροδουλειά < πρόχειρ(ος) + δουλειά
Ουσιαστικό
προχειροδουλειά θηλυκό
Συνώνυμα
- δουλειά του ποδαριού
- στο γόνατο
- ξεπέταμα, ξεπέτα
- γονατογραφία, γονατογράφημα (ειρωνικά)
- → δείτε και τη λέξη προχειρολογία
Μεταφράσεις
προχειροδουλειά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.