ξενών

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ξενών: σχηματισμός ενικού αριθμού < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ξενῶνες (πληθυντικός)

Ουσιαστικό

ξενών αρσενικό

  • ίδρυμα φροντίδας φτωχών, αρρώστων

  • ξενών, ξενῶνας
  • ξενιών, ξενιῶνας

Παράγωγα

  • ξενωνικός
  • ξενωνίτης

Συγγενικά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ξενών οἱ ξενῶνες
      γενική τοῦ ξενῶνος τῶν ξενώνων
      δοτική τῷ ξενῶν τοῖς ξενῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ξενῶν τοὺς ξενῶνᾰς
     κλητική ! ξενών ξενῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ξενῶνε
γεν-δοτ τοῖν  ξενώνοιν
Μαρτυρείται στον πληθυντικό.
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

*ξενών: στον πληθυντικό: ξενῶνες < ξέν(ος) + κατάληξη ουσιαστικού
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: ξενών νέα ελληνικά: ξενώνας

Ουσιαστικό

*ξενών αρσενικό (μαρτυρείται στον πληθυντικό ξενῶνες)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ξένος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.