ξενόω

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ξενόω < ξένος

Ρήμα

ξενόω και ξενίζω

  1. φιλοξενώ
  2. δίνω δώρα φιλοξενίας
  3. ξενοῦμαι: με φιλοξενούν, μένω σε ξένο τόπο και με φιλεύουν
  4. ξενοῦμαι: συχνά για πόλεις που συνάπτουν δεσμούς φιλιας
    πόλιες ἀλλήλῃσι ἐξεινώθησαν
  5. (μεταγενέστερη έννοια) αποξενώνω, αφαιρώ κάτι από κάποιον

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.