ρεσεψιονίστ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ρεσεψιονίστ < → λείπει η ετυμολογία

Ρεσεψιονίστ ξενοδοχείου.
Ουσιαστικό
ρεσεψιονίστ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (επάγγελμα) υπάλληλος που υποδέχεται τους πελάτες στην ρεσεψιόν
Μεταφράσεις
ρεσεψιονίστ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.