τα χάνω
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
τα χάνω
- χάνω την ψυχραιμία μου, χάνω τα λογικά μου, δεν ξέρω τι να κάνω
- ※ Η ταραχή που 'χε νιώσει στο σπίτι μεγάλωνε - τά 'χε χάσει. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.