ξεμούχλιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεμούχλιασμα τα ξεμουχλιάσματα
      γενική του ξεμουχλιάσματος των ξεμουχλιασμάτων
    αιτιατική το ξεμούχλιασμα τα ξεμουχλιάσματα
     κλητική ξεμούχλιασμα ξεμουχλιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεμούχλιασμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ξεμούχλιασμα ουδέτερο

  1. η αφαίρεση της μούχλας από κάτι
  2. (μεταφορικά) η αναζωογόνηση, η επάνοδος της ζωντάνιας (ανθρώπου, αντικειμένου)


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.