ξεμούχλιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεμούχλιασμα | τα | ξεμουχλιάσματα |
| γενική | του | ξεμουχλιάσματος | των | ξεμουχλιασμάτων |
| αιτιατική | το | ξεμούχλιασμα | τα | ξεμουχλιάσματα |
| κλητική | ξεμούχλιασμα | ξεμουχλιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεμούχλιασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ξεμούχλιασμα ουδέτερο
- η αφαίρεση της μούχλας από κάτι
- (μεταφορικά) η αναζωογόνηση, η επάνοδος της ζωντάνιας (ανθρώπου, αντικειμένου)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξεμούχλιασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.