ξελογιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξελογιασμένος | η | ξελογιασμένη | το | ξελογιασμένο |
| γενική | του | ξελογιασμένου | της | ξελογιασμένης | του | ξελογιασμένου |
| αιτιατική | τον | ξελογιασμένο | την | ξελογιασμένη | το | ξελογιασμένο |
| κλητική | ξελογιασμένε | ξελογιασμένη | ξελογιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξελογιασμένοι | οι | ξελογιασμένες | τα | ξελογιασμένα |
| γενική | των | ξελογιασμένων | των | ξελογιασμένων | των | ξελογιασμένων |
| αιτιατική | τους | ξελογιασμένους | τις | ξελογιασμένες | τα | ξελογιασμένα |
| κλητική | ξελογιασμένοι | ξελογιασμένες | ξελογιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξελογιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξελογιάζω
Μεταφράσεις
ξελογιασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.