ξεκουκούλωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεκουκούλωτος η ξεκουκούλωτη το ξεκουκούλωτο
      γενική του ξεκουκούλωτου της ξεκουκούλωτης του ξεκουκούλωτου
    αιτιατική τον ξεκουκούλωτο την ξεκουκούλωτη το ξεκουκούλωτο
     κλητική ξεκουκούλωτε ξεκουκούλωτη ξεκουκούλωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεκουκούλωτοι οι ξεκουκούλωτες τα ξεκουκούλωτα
      γενική των ξεκουκούλωτων των ξεκουκούλωτων των ξεκουκούλωτων
    αιτιατική τους ξεκουκούλωτους τις ξεκουκούλωτες τα ξεκουκούλωτα
     κλητική ξεκουκούλωτοι ξεκουκούλωτες ξεκουκούλωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξεκουκούλωτος < ξεκουκουλώνω + -τος

Επίθετο

ξεκουκούλωτος[1]

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.