ξεκουκούλωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεκουκούλωτος | η | ξεκουκούλωτη | το | ξεκουκούλωτο |
| γενική | του | ξεκουκούλωτου | της | ξεκουκούλωτης | του | ξεκουκούλωτου |
| αιτιατική | τον | ξεκουκούλωτο | την | ξεκουκούλωτη | το | ξεκουκούλωτο |
| κλητική | ξεκουκούλωτε | ξεκουκούλωτη | ξεκουκούλωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεκουκούλωτοι | οι | ξεκουκούλωτες | τα | ξεκουκούλωτα |
| γενική | των | ξεκουκούλωτων | των | ξεκουκούλωτων | των | ξεκουκούλωτων |
| αιτιατική | τους | ξεκουκούλωτους | τις | ξεκουκούλωτες | τα | ξεκουκούλωτα |
| κλητική | ξεκουκούλωτοι | ξεκουκούλωτες | ξεκουκούλωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξεκουκούλωτος < ξεκουκουλώνω + -τος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ξεκουκουλώνω, κουκουλώνω και κουκούλα
Μεταφράσεις
ξεκουκούλωτος
|
|
- ξεκουκούλωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.