ξεκουκουλώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεκουκουλώνω < ξε- + κουκουλώνω

Ρήμα

ξεκουκουλώνω[1] (παθητική φωνή: ξεκουκουλώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) αφαιρώ την κουκούλα
  2. (μεταφορικά) αποκαλύπτω

Αντώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.