ξεκαμωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεκαμωμένος | η | ξεκαμωμένη | το | ξεκαμωμένο |
| γενική | του | ξεκαμωμένου | της | ξεκαμωμένης | του | ξεκαμωμένου |
| αιτιατική | τον | ξεκαμωμένο | την | ξεκαμωμένη | το | ξεκαμωμένο |
| κλητική | ξεκαμωμένε | ξεκαμωμένη | ξεκαμωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεκαμωμένοι | οι | ξεκαμωμένες | τα | ξεκαμωμένα |
| γενική | των | ξεκαμωμένων | των | ξεκαμωμένων | των | ξεκαμωμένων |
| αιτιατική | τους | ξεκαμωμένους | τις | ξεκαμωμένες | τα | ξεκαμωμένα |
| κλητική | ξεκαμωμένοι | ξεκαμωμένες | ξεκαμωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξεκαμωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεκάνω
Μεταφράσεις
ξεκαμωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.