ξείδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξείδι τα ξείδια
      γενική του ξειδιού των ξειδιών
    αιτιατική το ξείδι τα ξείδια
     κλητική ξείδι ξείδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξείδι < οξείδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική oxide / oxyde < αρχαία ελληνική ὄξος < αρχαία ελληνική ὀξύς

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈksi.ði/

Ουσιαστικό

ξείδι ουδέτερο

Σημειώσεις

Παρωχημένη γραφή της λέξεως ξίδι (βλ.λέξη).

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.