ξανθόμαυρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξανθόμαυρος | η | ξανθόμαυρη | το | ξανθόμαυρο |
| γενική | του | ξανθόμαυρου | της | ξανθόμαυρης | του | ξανθόμαυρου |
| αιτιατική | τον | ξανθόμαυρο | την | ξανθόμαυρη | το | ξανθόμαυρο |
| κλητική | ξανθόμαυρε | ξανθόμαυρη | ξανθόμαυρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξανθόμαυροι | οι | ξανθόμαυρες | τα | ξανθόμαυρα |
| γενική | των | ξανθόμαυρων | των | ξανθόμαυρων | των | ξανθόμαυρων |
| αιτιατική | τους | ξανθόμαυρους | τις | ξανθόμαυρες | τα | ξανθόμαυρα |
| κλητική | ξανθόμαυροι | ξανθόμαυρες | ξανθόμαυρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξανθόμαυρος < ξανθό- + μαυρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksanˈθo.ma.vɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξαν‐θό‐μαυ‐ρος
Μεταφράσεις
ξανθόμαυρος
|
|
Πηγές
- ξανθόμαυρος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.