ξαναχτισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξαναχτισμένος | η | ξαναχτισμένη | το | ξαναχτισμένο |
| γενική | του | ξαναχτισμένου | της | ξαναχτισμένης | του | ξαναχτισμένου |
| αιτιατική | τον | ξαναχτισμένο | την | ξαναχτισμένη | το | ξαναχτισμένο |
| κλητική | ξαναχτισμένε | ξαναχτισμένη | ξαναχτισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξαναχτισμένοι | οι | ξαναχτισμένες | τα | ξαναχτισμένα |
| γενική | των | ξαναχτισμένων | των | ξαναχτισμένων | των | ξαναχτισμένων |
| αιτιατική | τους | ξαναχτισμένους | τις | ξαναχτισμένες | τα | ξαναχτισμένα |
| κλητική | ξαναχτισμένοι | ξαναχτισμένες | ξαναχτισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξαναχτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαναχτίζω
Μεταφράσεις
ξαναχτισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.