ξαναγραμμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξαναγραμμένος | η | ξαναγραμμένη | το | ξαναγραμμένο |
| γενική | του | ξαναγραμμένου | της | ξαναγραμμένης | του | ξαναγραμμένου |
| αιτιατική | τον | ξαναγραμμένο | την | ξαναγραμμένη | το | ξαναγραμμένο |
| κλητική | ξαναγραμμένε | ξαναγραμμένη | ξαναγραμμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξαναγραμμένοι | οι | ξαναγραμμένες | τα | ξαναγραμμένα |
| γενική | των | ξαναγραμμένων | των | ξαναγραμμένων | των | ξαναγραμμένων |
| αιτιατική | τους | ξαναγραμμένους | τις | ξαναγραμμένες | τα | ξαναγραμμένα |
| κλητική | ξαναγραμμένοι | ξαναγραμμένες | ξαναγραμμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξαναγραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξαναγράφω
Μεταφράσεις
ξαναγραμμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.