ξάδερφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξάδερφος οι ξάδερφοι
      γενική του ξαδέρφου
& ξάδερφου
των ξαδέρφων
    αιτιατική τον ξάδερφο τους ξαδέρφους
& ξάδερφους
     κλητική ξάδερφε ξάδερφοι
Δείτε και την κλίση του θηλυκού ξαδέρφη.
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξάδερφος < εξάδελφος

Ουσιαστικό

ξάδερφος αρσενικό, ξαδέρφη θηλυκό

  1. (οικογένεια) ο γιος του αδελφού ή της αδελφής ενός από τους γονείς μου
  2. δεύτερος ξάδερφος: ο γιος του εξάδελφου ή της εξαδέλφης ενός από τους γονείς μου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.