εξαδέρφη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξαδέρφη οι εξαδέρφες
      γενική της εξαδέρφης των εξαδερφών
    αιτιατική την εξαδέρφη τις εξαδέρφες
     κλητική εξαδέρφη εξαδέρφες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

εξαδέρφη θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.