καταπιέζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταπιέζομαι | καταπιεζόμουν(α) | θα καταπιέζομαι | να καταπιέζομαι | ||
| β' ενικ. | καταπιέζεσαι | καταπιεζόσουν(α) | θα καταπιέζεσαι | να καταπιέζεσαι | (καταπιέζου) | |
| γ' ενικ. | καταπιέζεται | καταπιεζόταν(ε) | θα καταπιέζεται | να καταπιέζεται | ||
| α' πληθ. | καταπιεζόμαστε | καταπιεζόμαστε καταπιεζόμασταν |
θα καταπιεζόμαστε | να καταπιεζόμαστε | ||
| β' πληθ. | καταπιέζεστε | καταπιεζόσαστε καταπιεζόσασταν |
θα καταπιέζεστε | να καταπιέζεστε | (καταπιέζεστε) | |
| γ' πληθ. | καταπιέζονται | καταπιέζονταν καταπιεζόντουσαν |
θα καταπιέζονται | να καταπιέζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταπιέστηκα | θα καταπιεστώ | να καταπιεστώ | καταπιεστεί | ||
| β' ενικ. | καταπιέστηκες | θα καταπιεστείς | να καταπιεστείς | καταπιέσου | ||
| γ' ενικ. | καταπιέστηκε | θα καταπιεστεί | να καταπιεστεί | |||
| α' πληθ. | καταπιεστήκαμε | θα καταπιεστούμε | να καταπιεστούμε | |||
| β' πληθ. | καταπιεστήκατε | θα καταπιεστείτε | να καταπιεστείτε | καταπιεστείτε | ||
| γ' πληθ. | καταπιέστηκαν καταπιεστήκαν(ε) |
θα καταπιεστούν(ε) | να καταπιεστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω καταπιεστεί | είχα καταπιεστεί | θα έχω καταπιεστεί | να έχω καταπιεστεί | καταπιεσμένος | |
| β' ενικ. | έχεις καταπιεστεί | είχες καταπιεστεί | θα έχεις καταπιεστεί | να έχεις καταπιεστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει καταπιεστεί | είχε καταπιεστεί | θα έχει καταπιεστεί | να έχει καταπιεστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταπιεστεί | είχαμε καταπιεστεί | θα έχουμε καταπιεστεί | να έχουμε καταπιεστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε καταπιεστεί | είχατε καταπιεστεί | θα έχετε καταπιεστεί | να έχετε καταπιεστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταπιεστεί | είχαν καταπιεστεί | θα έχουν καταπιεστεί | να έχουν καταπιεστεί | ||
Μεταφράσεις
καταπιέζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.