υπερλιπιδαιμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερλιπιδαιμία | οι | υπερλιπιδαιμίες |
| γενική | της | υπερλιπιδαιμίας | των | υπερλιπιδαιμιών |
| αιτιατική | την | υπερλιπιδαιμία | τις | υπερλιπιδαιμίες |
| κλητική | υπερλιπιδαιμία | υπερλιπιδαιμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερλιπιδαιμία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
υπερλιπιδαιμία θηλυκό (πληθυντικός : πληθυντικός_της_λέξης)
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
υπερλιπιδαιμία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.