νυχτοφύλακας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η νυχτοφύλακας οι νυχτοφύλακες
      γενική του
του/της
νυχτοφύλακα
νυχτοφύλακος
των νυχτοφυλάκων
    αιτιατική τον/τη νυχτοφύλακα τους/τις νυχτοφύλακες
     κλητική νυχτοφύλακα νυχτοφύλακες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νυχτοφύλακας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νυκτοφύλαξ.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε νυχτο- + -φύλακας.

Ουσιαστικό

νυχτοφύλακας αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

  • μπεχτσής (ιδιωματικό)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.