ντομπροσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντομπροσύνη οι ντομπροσύνες
      γενική της ντομπροσύνης των ντομπροσυνών
    αιτιατική την ντομπροσύνη τις ντομπροσύνες
     κλητική ντομπροσύνη ντομπροσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντομπροσύνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ντομπροσύνη θηλυκό

  • ειλικρίνεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.