ντραμς

Νέα ελληνικά (el)

Ντραμς

Ετυμολογία

ντραμς < (άμεσο δάνειο) αγγλική drums, πληθυντικός αριθμός του drum < drumslade < μέση ολλανδική trommelslach < trommel + slach

Ουσιαστικό

ντραμς ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ντραμς 
      γενική των ντραμς 
    αιτιατική τα ντραμς 
     κλητική ντραμς 
ΑΚΛΙΤΟ
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

(σπάνια θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι ντραμς 
      γενική των ντραμς 
    αιτιατική τις ντραμς 
     κλητική ντραμς 
ΑΚΛΙΤΟ
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

[1])

  • (μουσικό όργανο) σύνολο κρουστών μουσικών οργάνων που παίζονται από έναν μουσικό κυρίως σε συγκροτήματα τζαζ και ροκ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.