ντράμερ
Νέα ελληνικά
(el)
ντράμερ
Ετυμολογία
ντράμερ
<
αγγλική
drummer
Ουσιαστικό
ντράμερ
αρσενικό ή θηλυκό
άκλιτο
(
επάγγελμα
)
που παίζει
ντραμς
ντραμίστας
τυμπανιστής
Μεταφράσεις
ντράμερ
αγγλικά
:
drummer
(en)
πολωνικά
:
perkusista
(pl)
σλοβακικά
:
bubeník
(sk)
τσεχικά
:
bubeník
(cs)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.