ντουβάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντουβάρι τα ντουβάρια
      γενική του ντουβαριού των ντουβαριών
    αιτιατική το ντουβάρι τα ντουβάρια
     κλητική ντουβάρι ντουβάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντουβάρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική duvar + < περσική دیوار (divâr).

Προφορά

ΔΦΑ : /duˈva.ɾi/

Ουσιαστικό

ντουβάρι ουδέτερο

  1. ο τοίχος
  2. (μεταφορικά) ο ανεπίδεκτος μαθήσεως
    αυτός ο μαθητής είναι σκέτο ντουβάρι
     συνώνυμα: τούβλο, κούτσουρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.