ντοπαμίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ντοπαμίνη | οι | ντοπαμίνες |
| γενική | της | ντοπαμίνης | των | ντοπαμινών |
| αιτιατική | την | ντοπαμίνη | τις | ντοπαμίνες |
| κλητική | ντοπαμίνη | ντοπαμίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντοπαμίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: dopamine < dopa (< dihydroxyphenylalanine) + -amine (< λατινική ammoniacus < Ammon < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
: jmn![M17 [i] i](../I/hiero_M17.png.webp)
![Y5 [mn] mn](../I/hiero_Y5.png.webp)
![N35 [n] n](../I/hiero_N35.png.webp)

Προφορά
- ΔΦΑ : /do.paˈmi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντο‐πα‐μί‐νη
Ουσιαστικό
ντοπαμίνη θηλυκό
- (βιοχημεία, φαρμακευτική οργανική ουσία (C8H11NO2) που δρα ως νευροδιαβιβαστής στον εγκέφαλο και χρησιμοποιείται από τα νευρικά κύτταρα, για να επικοινωνούν μεταξύ τους
-
ντοπαμίνη στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.