νταραβέρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νταραβέρι | τα | νταραβέρια |
| γενική | του | νταραβεριού | των | νταραβεριών |
| αιτιατική | το | νταραβέρι | τα | νταραβέρια |
| κλητική | νταραβέρι | νταραβέρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νταραβέρι < (άμεσο δάνειο) ιταλική dare avere (δοῦναι-λαβεῖν)
Ουσιαστικό
νταραβέρι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η εμπορική δοσοληψία, η συναλλαγή
- (λαϊκότροπο) (μεταφορικά) η σχέση οικειότητας
- (λαϊκότροπο) (μεταφορικά) η κίνηση, η φασαρία
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.