νταραβέρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νταραβέρι τα νταραβέρια
      γενική του νταραβεριού των νταραβεριών
    αιτιατική το νταραβέρι τα νταραβέρια
     κλητική νταραβέρι νταραβέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νταραβέρι < (άμεσο δάνειο) ιταλική dare avere (δοῦναι-λαβεῖν)

Ουσιαστικό

νταραβέρι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) η εμπορική δοσοληψία, η συναλλαγή
  2. (λαϊκότροπο) (μεταφορικά) η σχέση οικειότητας
  3. (λαϊκότροπο) (μεταφορικά) η κίνηση, η φασαρία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.