νταμιτζάνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νταμιτζάνα | οι | νταμιτζάνες |
| γενική | της | νταμιτζάνας | των | νταμιτζάνων |
| αιτιατική | την | νταμιτζάνα | τις | νταμιτζάνες |
| κλητική | νταμιτζάνα | νταμιτζάνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
- νταμιτζάνα < (άμεσο δάνειο) βενετική damigiana < γαλλική dame-jeanne < dame + jane < Jeanne (κυριολεκτικά: κυρία Ιωάννα) < Jean < παλαιά γαλλικά Jehan < λατινική Iohannes < (ελληνιστική κοινή) Ἰωάννης (αντιδάνειο) < εβραϊκά יוחנן (Yôḥānān: ο θεός είναι ελεήμων)
Ουσιαστικό
νταμιτζάνα θηλυκό
- δαμιζάνα
- νταμιζάνα
- ντραμιζάνα
- ντραμιτζάνα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Ιωάννης
Μεταφράσεις
νταμιτζάνα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.