γυάλινο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

γυάλινο

  1. αιτιατική ενικού του γυάλινος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του γυάλινος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.