ασθενοφόρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασθενοφόρο τα ασθενοφόρα
      γενική του ασθενοφόρου των ασθενοφόρων
    αιτιατική το ασθενοφόρο τα ασθενοφόρα
     κλητική ασθενοφόρο ασθενοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ασθενοφόρο

Ετυμολογία

ασθενοφόρο < (μαρτυρείται από το 1833) ασθεν(ής) + -ο- + -φόρο (< φέρω)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.sθe.noˈfo.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ασθενοφόρο

Ουσιαστικό

ασθενοφόρο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.