ασθενοφόρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ασθενοφόρο | τα | ασθενοφόρα |
| γενική | του | ασθενοφόρου | των | ασθενοφόρων |
| αιτιατική | το | ασθενοφόρο | τα | ασθενοφόρα |
| κλητική | ασθενοφόρο | ασθενοφόρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ασθενοφόρο
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.sθe.noˈfo.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σθε‐νο‐φό‐ρο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ασθενοφόρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.