νοσηλευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νοσηλευτής | οι | νοσηλευτές |
| γενική | του | νοσηλευτή | των | νοσηλευτών |
| αιτιατική | τον | νοσηλευτή | τους | νοσηλευτές |
| κλητική | νοσηλευτή | νοσηλευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

νοσηλευτής
Ετυμολογία
- νοσηλευτής < νοσηλεύ(ω) + -τής
Ουσιαστικό
νοσηλευτής αρσενικό, νοσηλεύτρια θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) επιστημονικά εκπαιδευμένος νοσοκόμος
- ↪ Οι νοσηλευτές σπουδάζουν νοσηλευτική στο πανεπιστήμιο με διάρκεια σπουδών, τέσσερα χρόνια.
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
