νοούμενο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νοούμενο | τα | νοούμενα |
| γενική | του | νοούμενου & νοουμένου |
των | νοούμενων & νοουμένων |
| αιτιατική | το | νοούμενο | τα | νοούμενα |
| κλητική | νοούμενο | νοούμενα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
νοούμενο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.