νομικοτεχνικός
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /no.mi.ko.te.xniˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐μι‐κο‐τε‐χνι‐κός
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νομικοτεχνικός | οι | νομικοτεχνικοί |
| γενική | του | νομικοτεχνικού | των | νομικοτεχνικών |
| αιτιατική | τον | νομικοτεχνικό | τους | νομικοτεχνικούς |
| κλητική | νομικοτεχνικέ | νομικοτεχνικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
νομικοτεχνικός αρσενικό
- (νεολογισμός) άλλη μορφή του νομοτεχνικός
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νομικοτεχνικός | η | νομικοτεχνική | το | νομικοτεχνικό |
| γενική | του | νομικοτεχνικού | της | νομικοτεχνικής | του | νομικοτεχνικού |
| αιτιατική | τον | νομικοτεχνικό | τη | νομικοτεχνική | το | νομικοτεχνικό |
| κλητική | νομικοτεχνικέ | νομικοτεχνική | νομικοτεχνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νομικοτεχνικοί | οι | νομικοτεχνικές | τα | νομικοτεχνικά |
| γενική | των | νομικοτεχνικών | των | νομικοτεχνικών | των | νομικοτεχνικών |
| αιτιατική | τους | νομικοτεχνικούς | τις | νομικοτεχνικές | τα | νομικοτεχνικά |
| κλητική | νομικοτεχνικοί | νομικοτεχνικές | νομικοτεχνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
νομικοτεχνικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) άλλη μορφή του νομοτεχνικός
Μεταφράσεις
νομικοτεχνικός
|
→ δείτε τη λέξη νομοτεχνικός |
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.