νομίατρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νομίατρος οι νομίατροι
      γενική του νομιάτρου
& νομίατρου
των νομιάτρων
    αιτιατική τον νομίατρο τους νομιάτρους
& νομίατρους
     κλητική νομίατρε νομίατροι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νομίατρος < νομός + -ίατρος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική médecin de département[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /noˈmi.a.tɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νομίατρος

Ουσιαστικό

νομίατρος αρσενικό ή θηλυκό

  • (ιατρική, παρωχημένο) γιατρός διορισμένος σε μια νομαρχία που είναι αρμόδιος για τα υγειονομικά ζητήματα ενός νομού, την αντιμετώπιση επιδημιών, την υγιεινή των δημόσιων χώρων, τις αναρρωτικές άδειες των δημοσίων υπαλλήλων κλπ

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.