νομίατρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νομίατρος | οι | νομίατροι |
| γενική | του | νομιάτρου & νομίατρου |
των | νομιάτρων |
| αιτιατική | τον | νομίατρο | τους | νομιάτρους & νομίατρους |
| κλητική | νομίατρε | νομίατροι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νομίατρος < νομός + -ίατρος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική médecin de département[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /noˈmi.a.tɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐μί‐α‐τρος
Ουσιαστικό
νομίατρος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
νομίατρος
|
|
Αναφορές
- νομίατρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.