στραβόξυλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στραβόξυλο τα στραβόξυλα
      γενική του στραβόξυλου των στραβόξυλων
    αιτιατική το στραβόξυλο τα στραβόξυλα
     κλητική στραβόξυλο στραβόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στραβόξυλο < στραβός + ξύλο

Ουσιαστικό

στραβόξυλο ουδέτερο

  1. (μειωτικό) χαρακτηρισμός για πολύ δύστροπο άτομο
  2. (ναυπηγικός όρος) μεγάλο κυρτό ξύλο που χρησιμοποιείται στο σκελετό πλοίου, νομέας ξύλινου σκάφους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.