νοικάρηδες

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή ουσιαστικού

νοικάρηδες

  1. νοικάρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. νοικάρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. νοικάρης, στην κλητική του πληθυντικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.