renter
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| renter | renters |
Ουσιαστικό
renter (en)
- ο νοικάρης, ο ενοικιαστής, ο μισθωτής
- (αμερικανική σημασία) ο νοικοκύρης, ο σπιτονοικοκύρης, o ιδιοκτήτης ενός ακινήτου που το ενοικιάζει σε άλλον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.